Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΜΑΣ ΓΛΩΣΣΑ ΩΣ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
Εἶναι
πανθομολογούμενο, ὅτι ἡ ὀρθόδοξη πνευματικότητα ἀποτελεῖ ἱερὰ παρακαταθήκη γιὰ
τὸν πιστὸ τῆς ἐποχῆς μας, ὄχι ὡς θεωρητικὴ ἀναζήτηση, ἀλλὰ κυρίως ὡς βιωματικὴ ἐμπειρία.
Κυρίαρχο στοιχεῖο τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας εἶναι ἡ λατρευτικὴ ζωή, ὅπως
διαμορφώθηκε διαμέσου τῶν αἰώνων, μὲ κέντρο τὴν Θ. Εὐχαριστία καὶ τὴν
λειτουργικὴ καὶ ὑμνογραφικὴ παράδοση. Τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας προσεύχεται μὲ
τοὺς δοξολογικοὺς καὶ εὐχαριστιακοὺς ὕμνους τῶν πατέρων καὶ μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι
προσευχόμενοι θεολογοῦσαν. Κάθε φορὰ ποὺ συμμετέχουμε στὴν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας
μας μυσταγωγούμεθα στὴν ἱερὰ αὐτὴ παρακαταθήκη καὶ συνειδητοποιοῦμε γιατί ἡ ὀρθόδοξη
πνευματικότητα ἀποτελεῖ τὴν πεμπτουσία τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς.
Εἶναι
διαπιστωμένο, ὅτι ἡ πνευματικὴ-λατρευτικὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχει ἕνα ὑψηλὸ
ἐπίπεδο, στὸ ὁποῖο ὁ ἀμύητος χρειάζεται κατάλληλη ἀγωγὴ-χειραγώγηση γιὰ νὰ
συμμετάσχει ἐνσυνείδητα καὶ νὰ μὴ περιορίζεται μόνο στὴν κατανυκτικὴ ἀτμόσφαιρα
ποὺ ὑπάρχει στὴν ὀρθόδοξη λατρεία. Ὁ ἐπανευαγγελισμὸς τῶν πιστῶν ποὺ εἶναι τὸ
ζητούμενο τῆς ἐκκοσμικευμένης κοινωνίας μας, δὲν πρέπει νὰ ἐξαντλεῖται σὲ μιὰ
πειστικὴ-θεωρητικὴ κατήχηση, ἀλλὰ στὴν ἔνταξη τῶν πιστῶν στὴν ἐκκλησιαστικὴ-λατρευτικὴ
κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας μας. Σήμερα ἀντιμετωπίζουμε ἕνα σοβαρὸ ποιμαντικὸ
πρόβλημα, τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ ἐπιλύσουμε μὲ γνήσιο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα.
Πρόκειται γιὰ τὴν γλωσσικὴ δυσκολία τῆς νέας γενιᾶς νὰ συμμετάσχει οὐσιαστικὰ
στὴν λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ γλῶσσα
ποὺ χρησιμοποιεῖται στὴν Ἐκκλησία μας ἔχει μιὰ μεγάλη ἱστορικὴ διαδρομή. Τὰ
λειτουργικὰ καὶ ὑμνογραφικά μας κείμενα χρονολογοῦνται ἀπὸ τὸν β΄ μ.Χ. αἰῶνα. Οἱ
ὑμνογράφοι μας γνώριζαν τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα σὲ ὅλη της τὴν ἱστορικὴ καὶ
πνευματικὴ ἐξέλιξη καὶ εἶχαν τὴν ἄνεση νὰ χρησιμοποιοῦν ἀκόμη καὶ ὁμηρικὲς
λέξεις γιὰ νὰ πετύχουν τὸν ρυθμὸ καὶ νὰ ἐκφράσουν τὶς πνευματικές τους ἐμπειρίες
καὶ τὰ θεολογικὰ μηνύματα τοῦ ἑορτολογίου τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ Ἑλληνικὴ
γλῶσσα μὲ τὸ πλούσιο λεξιλόγιο, τὴν πλαστικότητα καὶ τὴν εὐαισθησία ποὺ
διαθέτει, βοήθησε νὰ ἐκφραστοῦν ὄχι μόνο λεπτὲς θεολογικὲς ἔννοιες, ἀλλὰ καὶ ἐμπειρίες
καὶ βιώματα πνευματικά. Ἡ σύνδεση λόγου καὶ σκέψης, ἐμπειρίας καὶ ἔκφρασης εἶναι
μοναδική.
Στὶς ἀρχὲς
τοῦ περασμένου αἰώνα προβληματίστηκε ἔντονα ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος γιὰ τὸ ἐὰν θὰ
ἔπρεπε νὰ μεταφρασθεῖ ἡ Καινὴ Διαθήκη στὰ νέα ἑλληνικά. Τὸ πρόβλημα ἦταν ὁ
πιθανὸς κίνδυνος νὰ παρεισφρήσουν, κατὰ τὴν μετάφραση, ἑρμηνευτικὲς ἀπόψεις, ποὺ
δὲν ἀκολουθοῦσαν τὴν πατερικὴ θεολογία. Τελικὰ οἱ μεταφράσεις τῆς Καινῆς
Διαθήκης εἶναι μιὰ πραγματικότητα στὴν νεοελληνικὴ ζωή, ποὺ βοηθοῦν στὴν πλήρη
κατανόηση τοῦ πρωτοτύπου κειμένου.
Μεταφράσεις
στὰ νέα ἑλληνικὰ τῆς θ. λειτουργίας καὶ τῶν λειτουργικῶν καὶ ὑμνογραφικῶν μας
κειμένων βοήθησαν στὴν κατανόηση τῆς λατρευτικῆς μας ζωῆς. Μεταξὺ τῶν πολλῶν
μεταφράσεων, ἐνδεικτικὰ ἀναφέρω, αὐτὴν τοῦ ἀείμνηστου π. Ἐπιφάνιου
Θεοδωρόπουλου, λόγιου κληρικοῦ καὶ γνώστη τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ὁ ὁποῖος μᾶς
παρέδωσε μία ἐξαιρετικὴ μεταφραστικὴ-ἑρμηνευτικὴ ἐργασία τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου καὶ
τῆς Μ. Ἑβδομάδος, οἱ ὁποῖες βοήθησαν τοὺς πιστοὺς νὰ κατανοήσουν τὰ ἱερὰ
κείμενα καὶ νὰ συμμετάσχουν οὐσιαστικὰ στὶς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας.
Πρόσφατα,
ἐπίσης, ὁ Μητροπολίτης Ν. Σμύρνης Συμεὼν1 μᾶς προσφέρει ἕνα ἀξιόλογο ἔργο, τὴν
μετάφραση μὲ ἑρμηνευτικὰ σχόλια, τῶν καταβασιῶν τῶν Δεσποτικῶν καὶ Θεομητορικῶν
ἑορτῶν τοῦ Ὄρθρου, ποὺ δύσκολα κατανοοῦνται ἀπὸ τὸν σύγχρονο Ἕλληνα.
Ὅλες αὐτὲς
οἱ μεταφραστικὲς ἐργασίες τῶν λειτουργικῶν-ὑμνογραφικῶν κειμένων στὴν
νεοελληνικὴ γλῶσσα ἔχουν βοηθήσει τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας στὴν συμμετοχή του
στὴν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας.
Βέβαια
οἱ ἀσχολούμενοι μὲ τὸ μεταφραστικὸ πρόβλημα μᾶς βεβαιώνουν, ὅτι ὁποιοδήποτε
κείμενο μεταφράζεται ἀπὸ τὴν πρωτότυπη γλῶσσα σὲ ἄλλη ἢ ἄλλο γλωσσικὸ ἰδίωμα
χάνει ἕνα σημαντικὸ μέρος ἀπὸ τὴν ἐκφραστικὴ δύναμη τοῦ πρωτοτύπου. Θὰ πρέπει νὰ
διευκρινιστεῖ, ὅτι τὸ θέμα μας δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὴν διαμάχη τῶν
δημοτικιστῶν καὶ τῶν καθαρευουσιάνων σὲ ἐκκλησιαστικὸ πεδίο.
Ὁπωσδήποτε
ἡ γλῶσσα δὲν εἶναι στατικὴ ἀλλὰ ἐξελίσσεται. Ὁ νεοέλληνας λυκειακῆς παιδείας,
κατανοεῖ τὸ 60% ἕως 80% τοῦ πρωτοτύπου κειμένου τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἐνῷ τὸ
ποσοστὸ κατανοήσεως τῶν ὕμνων τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι χαμηλότερο.
Ὁ
μορφωμένος νεοέλληνας θὰ ἔπρεπε νὰ γνωρίζει διαχρονικὰ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ὄχι
νὰ εἶναι ἀποξενωμένος ἀπὸ τὰ κείμενα τῶν Πατέρων, τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ τῶν
κλασσικῶν συγγραφέων. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι κινδυνεύει νὰ ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὶς ρίζες
του, τὴν ἱστορία καὶ τὸν πολιτισμό του καὶ ἄρα ἀδυνατεῖ νὰ συνεχίσει τὴν
πολιτιστική του κληρονομιά. Στὸ θέμα αὐτὸ μεγάλη εἶναι ἡ εὐθύνη τῶν ὑπευθύνων τῆς
παιδείας, οἱ ὁποῖοι δὲν πρόσεξαν ὅσο ἔπρεπε τὴν διδασκαλία τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν
στὰ σχολεῖα μας καὶ στέρησαν τοὺς νέους ἀπὸ τὴν ἀπόλαυση μεγάλου τμήματος τῆς
παραδόσεώς μας. Ἂς εὐχηθοῦμε ἡ στάση αὐτὴ νὰ ἀλλάξει.
Τὸ
πείραμα ποὺ ἔγινε, νὰ διαβάζονται στὴ λατρεία μεταφράσεις τῶν βιβλικῶν
κειμένων, δὲν φαίνεται νὰ ἐπιδοκιμάσθηκε ἀπὸ τὴν πλειοψηφία τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι
προτιμοῦν τὰ πρωτότυπα κείμενα, μιὰ καὶ ἔχουμε τὸ προνόμιο νὰ εἶναι γραμμένα στὴ
γλῶσσα μας. Ἡ χρήση μεταφράσεων στὰ νέα ἑλληνικὰ κατὰ τὴν θ. λατρεία θὰ ὁδηγήσει
στὴν καταστροφὴ τῆς λειτουργικῆς μας γλώσσας, ἡ δὲ διάσπαση τοῦ λόγου καὶ τῆς
σκέψης θὰ ὁδηγήσουν στὴν ἀπομύθευση τῆς λειτουργικῆς ζωῆς καὶ στὴν γλωσσικὴ ὑπεραπλούστευση
καὶ λεξιπενία, καταστρέφοντας βιώματα γενεῶν, ποὺ σφυρηλατήθηκαν στὴν ψυχὴ τῶν
πιστῶν.
Στὸν
προβληματισμό μας θὰ μποροῦσαν νὰ βοηθήσουν ἀνάλογα περιστατικά, ποὺ συνέβησαν
στὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία μὲ τὴν ἀπόφαση τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, ποὺ ἐπέτρεψε
στοὺς πιστοὺς διαφόρων χωρῶν νὰ προσεύχονται στὴ μητρική τους γλῶσσα καὶ ὄχι ἀποκλειστικὰ
στὴ λατινική. Οἱ Ἕλληνες Ρωμαιοκαθολικοί, ποὺ μετέφρασαν τὰ λειτουργικά τους
κείμενα στὴν νεοελληνική, ὁμιλοῦν γιὰ ἕνα βιωματικὸ ἄδειασμα, ἕνα σοβαρὸ μεῖον
στὴν πνευματικὴ ἐμπειρία, μιὰ γλωσσικὴ ὑπεραπλούστευση, ποὺ ὁδήγησε σὲ
λειτουργικὴ πενία.
Ἐὰν ἀντικαταστήσουμε
στὴν λατρεία τὴν λειτουργική μας γλῶσσα μὲ μεταφράσεις στὰ νέα Ἑλληνικά, θὰ
καταστρέψουμε τὴν κατανυκτικὴ ἀτμόσφαιρα καὶ τὴν ἐκφραστικὴ δύναμη τῶν
πρωτοτύπων κειμένων καὶ θὰ ἐξαφανίσουμε τὴν μυσταγωγία τῆς ὀρθοδόξου λατρείας.
Οἱ
μεταφράσεις τῶν λειτουργικῶν καὶ ὑμνογραφικῶν μας κειμένων βοηθοῦν στὴν
κατανόησή τους, γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε στὰ πρωτότυπα κείμενα καὶ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸ
πνευματικὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν μοναδικότητα τῆς γλωσσικῆς ἐπένδυσης, ποὺ χρησιμοποίησαν
οἱ ἱεροὶ συγγραφεῖς, γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὰ βιώματά τους, δηλαδή, προσευχόμενοι νὰ
θεολογοῦν τὸ μυστήριο τοῦ σαρκωθέντος Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Κάποιοι
θὰ πρότειναν νὰ γραφοῦν ὕμνοι στὴν ὁμιλουμένη γλώσσα, ποὺ νὰ ἐκφράζουν τὴν ἐποχή
μας. Ἡ παροῦσα πνευματική μας κατάσταση δὲν φαίνεται νὰ δίνει τὴν δυνατότητα νὰ
γραφοῦν ὕμνοι ἀντάξιοι τοῦ θεολογικοῦ καὶ πνευματικοῦ ἐπιπέδου τῶν πατερικῶν ὕμνων
καὶ τῆς λειτουργικῆς μας γλώσσας.
Πρὸς τὸ
παρὸν ἡ ποιμαντική μας εὐθύνη πρέπει νὰ προσανατολισθεῖ στὴν μετάφραση ὅλων τῶν
βιβλικῶν-λειτουργικῶν-ὑμνογραφικῶν κειμένων καὶ τὴν εἰδικὴ ἔκδοσή τους μαζὶ μὲ
τὰ πρωτότυπα κείμενα, ὥστε οἱ πιστοὶ νὰ διευκολύνονται στὴν λατρευτικὴ ζωή. Ἐπὶ
πλέον ἡ αὔξηση τῶν λειτουργικῶν κηρυγμάτων θὰ βοηθήσει στὴν ἐνεργὸ συμμετοχὴ τῶν
πιστῶν στὴ λατρεία.
Τέλος θὰ
πρέπει οἱ ἱεροψάλτες μας νὰ παρακολουθοῦν μαθήματα ὀρθοφωνίας καὶ νὰ προσέχουν
τὸ μέλος-μουσικὴ νὰ μὴ λειτουργεῖ εἰς βάρος τῆς κατανόησης τῶν κειμένων καὶ
βέβαια ἡ σωστὴ μικροφωνικὴ ἐγκατάσταση θὰ διευκολύνει τὴν ἀκουστικὴ τῶν ναῶν
μας.
Ὁ
προβληματισμὸς καὶ ὁ ἄτυπος διάλογος ποὺ ἔχει ἀρχίσει γιὰ τὸ ἂν θὰ συνεχίσουμε
νὰ προσευχόμεθα μὲ τὰ πρωτότυπα κείμενα ἢ τὶς μεταφράσεις τους στὰ νέα ἑλληνικὰ
εἶναι φυσιολογικός, θὰ πρέπει ὅμως νὰ μελετηθεῖ τὸ σημαντικὸ αὐτὸ λειτουργικὸ
θέμα μὲ σύνεση, γιὰ νὰ μὴν ὁδηγηθοῦμε σὲ γρήγορες καὶ ἐπιπόλαιες ἀποφάσεις, οἱ ὁποῖες
θὰ φέρουν τὴν λειτουργικὴ διάσπαση τῶν πιστῶν καὶ τὸν κίνδυνο νὰ δημιουργήσουμε
ἕνα νέο πρόβλημα ὅμοιο μὲ τὸ ἡμερολογιακό.
Το παρόν
άρθρο δημοσιεύθηκε στίς 22 Ιουλίου 2010
http://www.amen.gr/article/i-glwssa-twn-leitourgikwn-mas-keimenwn-ws-sugxrono-poimantiko-problima