Η ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΚΥΡΙΑΡΧΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΡΕΥΜΑΤΩΝ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ
ΕΛΛΑΔΟΣ
ΚΑΤΑ ΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ
Εἰσήγηση
στὴν Ἱερατικὴ Σύναξη τοῦ ΙΗ΄ τομέως τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν
18-11-2011
18-11-2011
Ἡ Ἐκκλησία
τῆς Ἑλλάδος μετὰ ἀπὸ μία περίοδο ἔντονων ἀντιπαραθέσεων, κατὰ τὸν εἰκοστὸ αἰῶνα,
ἔχει περάσει σὲ μία περίοδο σύνθεσης τῶν δύο κυρίαρχων πνευματικῶν ρευμάτων, ποὺ
σταδιακὰ διαμορφώθηκαν μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση καὶ τὴν δημιουργία τοῦ νεοελληνικοῦ
κράτους.
Ἡ Ἐκκλησία
τῆς Ἑλλάδος, ὡς ἐπίσημη συνταγματικὴ θρησκεία, σὲ ἕνα ἐθνικὸ κράτος, ὀργανωμένο
κατὰ τὰ δυτικὰ πρότυπα, ἔχασε τὴν οἰκουμενικότητα ποὺ ἐβίωνε ὡς ἀναπόσπαστο τμῆμα
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, παρέμεινε ὅμως προσκολλημένη στὴν ἐκκλησιαστικὴ
καὶ λειτουργικὴ παράδοση, ποὺ κληρονόμησε ἀπὸ τὴν Πρωτόθρονη Ἐκκλησία, παρὰ τὶς
ἔντονες δυτικὲς ἐπιρροὲς ποὺ ἐδέχετο.
Βέβαια
στὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας οὐδέποτε ὑπῆρξε διαχωριστικὴ γραμμὴ ἀνάμεσα
στὴν Μητέρα Ἐκκλησία, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος,
ἀλλὰ πάντοτε λειτουργοῦσαν ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς ἀγάπης, ὡς συγκοινωνοῦντα δοχεῖα.
Οἱ
παραδοσιακοὶ κληρικοὶ κατὰ τὴν ἄσκηση τοῦ ποιμαντικοῦ τους ἔργου εἶχαν βασικὰ
δύο ἐφόδια, τὴν λειτουργικὴ φυλλάδα καὶ τὸ Πηδάλιο. Κύριο χαρακτηριστικό τους ἦταν
τὸ λειτουργικὸ-φιλακόλουθο πνεῦμα. Εἶχαν συνείδηση, ὅτι ἡ λειτουργικὴ ζωὴ ἀποτελεῖ
τὴν πεμπτουσία τῆς Ὀρθοδόξου πνευματικότητος. Ἀγαποῦσαν τὴν λειτουργικὴ τάξη. Ἦσαν
μυσταγωγοὶ καὶ ἱεροφάντες τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Παράλληλα διεκρίνοντο γιὰ τὴν
τήρηση τῶν ἱερῶν κανόνων καὶ ἐσέβοντο τὴν ἐκκλησιαστικὴ εὐταξία καὶ τὴν κανονικὴ
τάξη τῆς Ἐκκλησίας. Πολλοὶ κληρικοὶ καὶ ἰδιαιτέρως Ἱεράρχες διεπνέοντο ἀπὸ τὸ
φρόνημα αὐτὸ καὶ διακρίθηκαν ὡς ἐκκλησιαστικοὶ ἄνδρες μὲ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα,
ἀφοσίωση στὴ λειτουργικὴ καὶ κανονικὴ παράδοση. Παράλληλα ἐμπνέονταν ἀπὸ τὴν
μοναχικὴ πολιτεία καὶ ἡ Φιλοκαλία, ὁ Εὐεργετινός, ἡ Κλίμαξ τοῦ Ἰωάννου ἀποτελοῦσαν
προσφιλῆ ἀναγνώσματα γιὰ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου τὸ
1923 ἔφερε ὄχι μόνο τὴν λειτουργικὴ διάσπαση τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία τῆς
Ἑλλάδος ἔχασε τὸ πιὸ ἀφοσιωμένο καὶ φιλακόλουθο ἐκκλησίασμά της, τὸ ὁποῖο
ταλαιπωρήθηκε μέσα στὴν πολυδιάσπαση μικρῶν ὁμάδων, «ὑπερασπιστῶν» τοῦ πατρίου ἡμερολογίου.
Ἀπὸ τὶς βασικὲς μέριμνες τῆς διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας τὴν περίοδο αὐτή, ἦταν ἡ ἀναστήλωση
τῶν παλαιῶν ναῶν καὶ ἡ ἀνέγερση νέων ἐνοριακῶν ναῶν, ποὺ θὰ ἐκάλυπταν τὶς αὐξανόμενες
ἀνάγκες πολυπληθῶν ἐνοριῶν.
Τὴν ἴδια
ἐποχὴ ἕνα ἀνανεωτικὸ κίνημα, ἡ ἀδελφότης Θεολόγων «Ζωὴ» καὶ ἀργότερα καὶ ἄλλες
παρόμοιες κινήσεις κάνουν ἔντονη τὴν παρουσία τους στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία καί,
μετὰ τὸν ἐμφύλιο, μὲ τὸν ἀνανεωμένο λόγο τους ἐπηρέασαν τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ
καὶ τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας. Ἡ ἐπιτυχία καὶ ἐπιρροὴ τῶν ἀδελφοτήτων ὑπῆρξε ἔντονη
ὄχι μόνο στὰ λαϊκὰ στρώματα τῆς κοινωνίας, στοὺς φοιτητὲς καὶ τοὺς νέους ἐπιστήμονες,
ἀλλὰ καὶ στὴν ἄρχουσα τάξη. Τὸ πνευματικό τους ἔργο κάλυπτε τὶς ποιμαντικὲς ἀνάγκες
τῆς Ἐκκλησίας σὲ μιὰ Ἑλλάδα, ποὺ ἦταν στραμμένη στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη. Ἡ μελέτη τῆς
Ἁγίας Γραφῆς μὲ τοὺς ἁγιογραφικοὺς κύκλους, τὰ κατηχητικὰ σχολεῖα καὶ οἱ ὁμάδες
γιὰ ὅλες τὶς βαθμίδες ἐκπαίδευσης, οἱ θερινὲς κατασκηνώσεις, τὸ πλούσιο ἐκδοτικὸ
ἔργο μὲ περιοδικὰ καὶ βιβλία οἰκοδομῆς, ἡ καλλιέργεια τοῦ κηρύγματος, ἡ ἐξομολόγηση
ἀγκάλιαζαν ἕνα εὐρὺ φάσμα δραστηριοτήτων, ποὺ ἐξυπηρετοῦσε τὸ ποιμαντικὸ ἔργο τῆς
Ἐκκλησίας. Καλλιεργοῦσαν τὸ ἱεραποστολικὸ φρόνημα, τὴν κοινωνικὴ δράση καὶ
προσφορὰ καὶ διεκρίνοντο γιὰ τὸ ἦθος, τὴν συνέπεια καὶ τὴν ἀξιοπρεπῆ
συμπεριφορά. Μέσα στὶς ἐπιδιώξεις ὁρισμένων μελῶν ἦταν καὶ ἡ ἐπιδίωξη ἀνάληψης
καὶ ἐξυγίανσης τῆς διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔτσι τὸ
1967 μὲ τὴν ἀνάρρηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου Κοτσώνη στὸν Ἀρχιεπισκοπικὸ
θρόνο τῆς Ἑλλάδας ἔχουμε τὴν πρώτη μετωπικὴ σύγκρουση μὲ τὴν μέχρι τότε
διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος Α΄ ἦταν ὁ γνήσιος ἐκφραστὴς
τοῦ ἀνανεωτικοῦ κινήματος τῶν ἀδελφοτήτων, μὲ θεολογικὴ εὐρωπαϊκὴ παιδεία καὶ
πανεπιστημιακὴ θητεία, ὡς καθηγητὴς τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τοῦ Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης, καὶ μὲ ἰσχυρὲς διασυνδέσεις, ὡς Πρωθιερεὺς τῶν ἀνακτόρων, στοιχεῖα
ποὺ βοήθησαν στὴν ἀνάρρησή του στὸν Ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο. Μετὰ τὴν ἀνάληψη τῶν
καθηκόντων του, ἔθεσε σὲ ἐφαρμογὴ τοὺς ὁραματισμούς του. Ὀργάνωσε τὶς
συνοδικὲς ὑπηρεσίες καὶ τοὺς διοικητικοὺς μηχανισμοὺς τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀνεζήτησε
καὶ προέβαλε σὲ καίριες ἐκκλησιαστικὲς θέσεις κληρικούς, οἱ ὁποῖοι διεκρίνοντο
γιὰ τὴν ἐργατικότητα καὶ δὲν ἐπεδίωκαν τὴν προαγωγή τους. Ἡ κάθαρση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ
διοικητικοῦ μηχανισμοῦ ἦταν ἐκ τῶν πρώτων ἐπιδιώξεων τοῦ νέου Προκαθημένου· ἔτσι
ἡ σύγκρουση μὲ τὸ παλαιὸ ἐκκλησιαστικὸ κατεστημένο ὑπῆρξε μετωπικὴ καὶ σφοδρή.
Τέλος ἡ σύγκρουση μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ τὴν παραθεώρηση τοῦ καταστατικοῦ
χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, περὶ τῆς συνθέσεως τῆς Διαρκοῦς Συνόδου μὲ ἕξι
Ἱεράρχες τῆς Παλαιᾶς Ἑλλάδος καὶ ἕξι τῶν νέων χωρῶν, προετοίμασε τὴν πτώση καὶ
παραίτησή του ἀπὸ τὸ πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἐκλογὴ
τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σεραφείμ, τὸ 1974, στὸν Ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο στὴν
πραγματικότητα ἦταν μία σφοδρὴ ἀντιπαράθεση τῆς λεγομένης Πρεσβυτέρας Ἱεραρχίας
μετὰ τὴν παρέμβαση τῶν χριστιανικῶν ὀργανώσεων στὴν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος
Σεραφεὶμ ὑπῆρξε γνήσιος ἐκπρόσωπος καὶ φορέας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος καὶ
λαϊκὸς κληρικός. Ἦτο ἁπλός, παραδοσιακός, λάτρης τῆς βυζαντινῆς καὶ δημοτικῆς
μουσικῆς, σταθερὸς ἐγγυητὴς τῶν θεσμῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ, ἐν πολλοῖς, ὑποστηρικτὴς
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Μὲ τὸ νέο καταστατικὸ χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
τὸ 1977, κατοχύρωσε τὸ καθεστὼς τῶν Νέων Χωρῶν. Προσπάθησε μέσα ἀπὸ τὶς
διαδοχικὲς πολιτικὲς ἀλλαγὲς τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας νὰ διατηρήσει τὶς ἰσορροπίες
ἀνάμεσα στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν Ἑλληνικὴ Πολιτεία καὶ παρέδωσε τὴν Ἐκκλησία ἀλώβητη
στὸν διάδοχό του. Τὰ ἐσωτερικὰ προβλήματα ποὺ ἀντιμετώπισε μὲ τὴν ἔκπτωση τῶν ἀποκαλουμένων
«Ἱερωνυμικῶν» Ἀρχιερέων, ποὺ κατέλαβαν τὶς Μητροπολιτικὲς ἕδρες τῶν διωχθέντων
παλαιῶν ἀρχιερέων, ταλαιπώρησαν ἰδιαιτέρως τὴν ἀρχιεπισκοπική του θητεία. Τελικὰ
προσπάθησε νὰ βρεῖ συμβιβαστικὲς λύσεις, οἱ ὁποῖες θὰ ἐπούλωναν τὶς πληγὲς ποὺ
δημιουργήθηκαν. Οἱ συγκρούσεις ἀνάμεσα στὴν παλαιὰ Ἱεραρχία καὶ τὸ ἀνανεωτικὸ
κίνημα τῶν ὀργανώσεων, ὑπῆρξαν ἔντονες κατὰ τὴν Ἀρχιεπισκοπεία του,
προετοίμασαν ὅμως τὸ ἔδαφος γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῶν ἀντιθέσεων καὶ τὴν σύνθεση τῶν
δύο αὐτῶν πνευματικῶν ρευμάτων ἀπὸ τοὺς δύο διαδόχους του, οἱ ὁποῖοι ὑπῆρξαν καὶ
στενοί του συνεργάτες.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος
Χριστόδουλος προσπάθησε νὰ γεφυρώσει τὸ χάσμα, ποὺ ὑπῆρχε ἀνάμεσα στὴν παλαιὰ Ἱεραρχία
καὶ τοὺς Ἱεράρχες τῆς ἱερωνυμικῆς περιόδου. Προσπάθησε νὰ ἐπιλύσει ὅσες ἐκκρεμότητες
ὑπῆρχαν ἀπὸ τὴν προηγούμενη περίοδο καὶ νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ἐσωτερικὴ ἑνότητα
τῆς Ἐκκλησίας. Παράλληλα ὁ ἴδιος γνώριζε τί σημαίνει ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ ἐκκλησιαστικὴ
συνείδηση. Ἦταν λάτρης τῆς λειτουργικῆς παραδόσεως καὶ ἡ μουσικὴ ἐκκλησιαστική
του παιδεία ἦταν ἄριστη. Οἱ ποιμαντικές του ἀνησυχίες ἦταν συνεχεῖς καὶ ἐπεδίωκε
οἱ ἐνοριακοὶ ναοὶ νὰ μὴν εἶναι μόνο τόποι λατρείας, ἀλλὰ καὶ διακονίας τῶν πιστῶν,
γιὰ ὅλες τους τὶς πνευματικὲς ἀνησυχίες καὶ ἀνάγκες, ἀπὸ τὴν κατήχηση, τὴ
νεανικὴ κατασκήνωση, τοὺς ἁγιογραφικοὺς ἐνοριακοὺς κύκλους, ἀπὸ τὶς σχολὲς
γονέων καὶ τὴν καλλιέργεια ὅλων τῶν ἐκκλησιαστικῶν τεχνῶν, μουσικῆς, ἁγιογραφίας
κ.λπ. Εἶναι σαφὲς ὅτι κατὰ τὸ διάστημα τῆς
ἀρχιεπισκοπικῆς του θητείας πέτυχε τὴν σύζευξη τοῦ παραδοσιακοῦ τρόπου
διαποίμανσης τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ μὲ τὶς σύγχρονες ἀναζητήσεις τοῦ σύγχρονου πιστοῦ.
Ζήτησε τὴν συνεργασία τῶν χριστιανικῶν ἀδελφοτήτων, ποὺ διέθεταν πεῖρα καὶ
στελέχη, καὶ προσπάθησε νὰ τοὺς ἐντάξει στὸ ποιμαντικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καὶ
τοὺς ἐνέγραψε στὰ Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Ἡ
σύνθεση τελικὰ τῶν δύο ρευμάτων τοῦ παραδοσιακοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος μὲ τὸ
ἀνανεωτικὸ ἐκσυγχρονιστικὸ πνεῦμα τῶν ἀδελφοτήτων ἔχει πλέον ἐπιτευχθεῖ καὶ ὁ νῦν
Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος ὁ Β´ βαδίζει πρὸς αὐτὴν τὴν συμφιλιωτικὴ πορεία. Ἄλλωστε
ἔχει δείξει ἀπὸ τὸν πρῶτο καιρὸ τῆς θητείας του, ὅτι δὲν ἐπιδιώκει συγκρούσεις,
ἀλλὰ λειτουργεῖ εἰρηνικὰ καὶ συναινετικά. Ὅλη του δὲ τὴν δραστηριότητα ἔχει διοχετεύσει
στὴν ἀνακούφιση τῶν πληγέντων ἀπὸ τὴν οἰκονομικὴ κρίση, στὴ ὁποία ἔχει
περιέλθει ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία, χωρὶς νὰ παραθεωρεῖ τὸ ἐν γένει ποιμαντικὸ ἔργο
τῆς Ἐκκλησίας.