Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Ὁμιλία
ποὺ ἐκφωνήθηκε ἀπὸ τὸν Ἀρχιμ. Θεοδώρητο Πολυζωγόπουλο
στὸν Ἱερὸ Βράχο τῆς Ἀκροπόλεως,
στὴν ἐπέτειο τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἀπ. Παύλου στὴν Ἀθήνα στις 29-6-1988
στὸν Ἱερὸ Βράχο τῆς Ἀκροπόλεως,
στὴν ἐπέτειο τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἀπ. Παύλου στὴν Ἀθήνα στις 29-6-1988
Καθὼς
πλησίαζε στὸ λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ ὁ Παῦλος, ὁ Ἀπόστολος τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ,
ἀντίκρυζε γιὰ πρώτη φορὰ τὴν Ἀθήνα, τὴν πόλη τῆς σοφίας καὶ τῆς τέχνης, ποὺ ἀκόμα
καὶ σὲ χρόνια παρακμῆς, συνέχιζε νὰ γοητεύει μὲ τὰ μνημεῖα της καὶ τὸν παλμὸ τῆς
ζωῆς της.
Ὁ Ἀπόστολος
τῶν ἐθνῶν κυριαρχημένος ἀπὸ τὴν αἴσθηση τῆς εὐθύνης καὶ τοῦ χρέους νὰ μεταφέρει
τὸ χριστιανικὸ μήνυμα σὲ ἀνθρώπους ὑψηλῆς πνευματικῆς καλλιέργειας,
περιδιαβάζει τὴν πόλη καὶ διαπιστώνει, ὅτι πίσω ἀπὸ τὴ γοητεία αὐτοῦ τοῦ
θελκτικοῦ κόσμου κρύβεται ἔντονη πνευματικὴ κρίση καὶ ἀνησυχία.
Ἡ
παρουσία του στὴ Συναγωγὴ καὶ ὕστερα στὴν Ἀγορὰ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία σὲ μερικοὺς ἐπιγόνους
τῶν Ἐπικουρείων καὶ Στωϊκῶν φιλοσόφων νὰ τὸν προσκαλέσουν νὰ ἀναπτύξει τὴ
διδασκαλία του στὸν Ἄρειο Πάγο.
Σ’ αὐτὴ
τὴν ἱστορικὴ ὁμιλία τοῦ Παύλου, ποὺ σὲ γενικὲς γραμμὲς διέσωσε ὁ Λουκᾶς,
διακρίνει κανεὶς τὴν ἀποστολικὴ εὐαισθησία καὶ τὸν σεβασμό του γιὰ τὴν
πνευματικὴ παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος. Μὲ ρητορικὸ ὕφος καὶ φρασεολογία, ποὺ
θυμίζει τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες φιλοσόφους, ἀναφέρεται στὴν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ, ὅπως
πολὺ χαρακτηριστικὰ φαίνεται ἀπὸ τὸ παρακάτω ἀπόσπασμα τῆς ὁμιλίας του: «…ζητεῖν
τὸν Κύριον, εἰ ἆρα γε ψηλαφήσειαν αὐτὸν καὶ εὕροιεν, καί γε οὐ μακρὰν ἀπὸ ἑνὸς ἑκάστου
ἡμῶν ὑπάρχοντα, ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν…»1.
Αὐτὴ ἡ ἀναζήτηση
τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο παρακολουθεῖ σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα τὴν ἑλληνικὴ σκέψη καὶ
κυριάρχησε στὸ ἔργο τῶν φιλοσόφων καὶ ποιητῶν τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος. Οἱ ἀπόψεις τῶν
μεγάλων ἐκπροσώπων τοῦ πνεύματος μὲ τὶς βαθυστόχαστες ἀναφορές τους
προσεγγίζουν τὸ θεῖον, τὸ ὁποῖον ἐντάσσεται ὀργανικὰ σὲ μιὰ ἐσωτερικὴ ἀνάγκη τῆς
σκέψεώς τους.
Ἐνδεικτικὰ
ἀναφέρεται ὁ Πλάτων, ὁ ὁποῖος ἀνακαλύπτει στὸν κόσμο τῶν ἰδεῶν τὴν ἀπόλυτη
πραγματικότητα. Ταυτίζει τὴν ἰδέα τοῦ ἀγαθοῦ μὲ τὸν Θεό, ποὺ θεωρεῖται ὁ ἀπόλυτος
σκοπὸς τοῦ κόσμου καὶ ὁ ἔσχατος λόγος του.
Τὸ ἴδιο
παρατηρεῖται καὶ στὸν ἄλλο κορυφαῖο φιλόσοφο τῆς κλασσικῆς Ἑλλάδος, τὸν Ἀριστοτέλη,
ὁ ὁποῖος παρουσιάζει τὸν Θεὸ ὡς τὸ «πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον», ἀπαραίτητο γιὰ νὰ ἐξηγηθεῖ
καὶ θεμελιωθεῖ μεταφυσικὰ ἡ ὕπαρξη τῆς κινήσεως στὸν κόσμο.
Ἡ ἀναζήτηση
τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ τὸ καίριο ἐρώτημα τοῦ σκεπτόμενου ἀνθρώπου καὶ τὴν κινητήρια
δύναμη τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ.
Ἔτσι στὰ
νεότερα χρόνια δὲν ἔλειψαν οἱ προσπάθειες ποὺ κατοχύρωναν τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ μὲ
ἀποκλειστικὸ ὄργανο τὴ σκεπτικὴ ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου2. Συστηματοποίησαν τὶς
λεγόμενες ἀποδείξεις τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ, θεμελιώνοντας τὸ σύστημα τῆς ἀναγωγῆς
τῶν φυσικῶν τελειοτήτων στὸν Θεό3, ἐνῷ σὲ ἄλλο ἐπίπεδο κινεῖται ἡ ἄποψη ποὺ
θεμελιώνει τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ στὶς ἀπαιτήσεις τῆς ἠθικῆς σκοπιμότητας4.
Ἡ
σύντομη αὐτὴ ἀναφορὰ στὴν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖ στὴν θέση, ὅτι ἡ φιλοσοφία,
ὅταν στοχάζεται γιὰ τὸν Θεό, ξεκινᾶ ἀπὸ διαφορετικὲς ἀφετηρίες ἀπ’ ὅ,τι ἡ
χριστιανικὴ σκέψη. Στοὺς περισσότερους φιλοσόφους ἡ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ ἀνταποκρίνεται
σὲ μιὰ ἐσωτερικὴ νομοτέλεια τῆς κοσμοθεωρίας τους. Πρέπει νὰ ὑπάρχει Θεός,
γιατί διαφορετικὰ τὸ φιλοσοφικό τους σύστημα παραμένει ἀνολοκλήρωτο. Ἔτσι ἀρχίζει
ἡ προσπάθεια ἀνευρέσεως ἐπιχειρημάτων, ποὺ θὰ ἀποδεικνύουν τὴν ὕπαρξη αὐτοῦ τοῦ
ἀναγκαίου Θεοῦ. Ἕνα ὅμως τέτοιο ὄν, ἀκόμα καὶ ἂν ἡ ὕπαρξή του μποροῦσε νὰ ἀποδειχτεῖ
ἀδιαμφισβήτητα, δὲν θὰ ἦταν ὁ Θεός. Θὰ ἦταν ἕνα πλάσμα κοντὰ σὲ ἄλλα. Ὁ Θεὸς ποὺ
νοεῖται μὲ ἀφετηρία τὶς ἀξίες τοῦ κόσμου μας, δὲν εἶναι ὁ Θεός, ἀλλὰ μιὰ προβολὴ
τοῦ αἰσθητοῦ στὸ ὑπεραισθητό, τοῦ λογικοῦ στὸ ὑπέρλογο. «Τὸ σκληρότερο χτύπημα ἐναντίον
τοῦ Θεοῦ δὲν ἦταν ἡ ἀναγνώριση, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γνωσθεῖ… ἀλλὰ τὸ
γεγονός, ὅτι ὑψώθηκε σὲ ἀνώτατη ἀξία», λέγει χαρακτηριστικὰ σύγχρονος
φιλόσοφος5.
Σύμφωνα
μὲ τὴ χριστιανικὴ σκέψη ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι μοναδικὴ στὸ εἶδος της. Ὁ Θεὸς εἶναι μία πραγματικότητα διαφορετικὴ ἀπὸ τὸν κόσμο
μας. Ἡ φυσικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, ποὺ φαίνεται νὰ ὑπονοεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν
πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του6, δὲν ἀναφέρεται στὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ στὰ ἴχνη τῆς
θείας σοφίας στὴ δημιουργία τοῦ κόσμου. Ἀλλὰ καὶ ὁ Θεὸς ποὺ περιγράφουν οἱ
φιλόσοφοι δὲν εἶναι παρὰ ἀνταύγεια τοῦ ζῶντος Θεοῦ στὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ἔννοιες
καὶ οἱ ἰδέες ποὺ σχηματίζουμε γιὰ τὸν Θεὸ δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ εἶναι ἐπαρκεῖς, ἀντίθετα,
ἂν προσκολληθοῦμε σ’ αὐτές, ὑπάρχει κίνδυνος νὰ μεταβληθοῦν σὲ διανοητικὰ εἴδωλα.
Εἶναι λοιπὸν ἀδύνατο νὰ ἀναπαρασταθεῖ μὲ ἀφηρημένα καὶ ἀπρόσωπα σχήματα, ἡ κατ’
ἐξοχὴν Ζωή, τὸ κατ’ ἐξοχὴν Πρόσωπο.
Στὴ
φράση τοῦ Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ «Ἄρρητον οὖν τὸ θεῖον καὶ ἀκατάληπτον…»7
συνοψίζεται ἡ βασικὴ θέση τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ὁ Θεὸς ἀποτελεῖ μιὰ
πραγματικότητα ἀνώτερη τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε εἶναι ἀδύνατον νὰ πεῖ ὁ ἄνθρωπος γι’
αὐτὸν κάτι τὸ συγκεκριμένο. Ὅταν ὁ Θεὸς ἀπαντᾶ στὴν ἐρώτηση τοῦ Μωϋσῆ στὸ ὄρος
Σινᾶ «Ἐγώ εἰμι ὁ Ὢν»8 εἶναι προφανὲς ὅτι ἀρνεῖται νὰ αὐτοπεριορισθεῖ, γιατί
«κάθε ὁρισμὸς εἶναι ἕνας περιορισμός».
Ἡ γνώση
τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο θὰ εἶναι πάντοτε κατώτερη τῆς θείας πραγματικότητος, θὰ
ἔχει καθαρὰ συμβολικὸ χαρακτῆρα. Εἶναι λοιπὸν ἀδύνατο νὰ φθάσουμε μέσῳ τοῦ
φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ στὴ γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἴδια
μάλιστα ἡ φιλοσοφία πολλὲς φορές, ἐνῷ ἀναζητεῖ τὸν Θεό, φτάνει στὸ σημεῖο νὰ ὁμολογεῖ
τὴν ἀποτυχία τῆς ἀνθρώπινης σκέψεως νὰ φθάσει μόνη της τὴν Ἀλήθεια.
Σ’ αὐτὸ
τὸ σημεῖο ἡ φιλοσοφία μεταβάλλεται σὲ ἐμπειρία τοῦ ἄγνωστου Θεοῦ, τὸν ὁποῖον ἀδυνατεῖ
ἀκόμα καὶ νὰ ὀνομάσει. Αὐτὸν τὸν ἄγνωστο Θεὸ ἦλθε νὰ κηρύξει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος
στὸν Ἄρειο Πάγο: «ὃν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν»9.
Πρέπει νὰ λεχθῆ ὅτι ὁ φιλοσοφικὸς νοῦς ὑψώθηκε μέχρι αὐτῆς τῆς «ἀποτυχίας» μέσα
στὴν Πλατωνικὴ παράδοση. Στὸν Παρμενίδη ἀναφέρεται, ὅτι τὸ Ἓν καταχρηστικὰ
λέγεται ἕν, γιατί ἀναιρεῖ τὴν ἀριθμητικὴ κατηγορία τοῦ ἑνός, εἶναι ἀνώνυμο καὶ ἀδιανόητο
καὶ ἄγνωστο «οὐδ’ ἄρα ὄνομά ἐστι αὐτῷ, οὐδὲ λόγος, οὐδέ τις ἐπιστήμη, οὐδὲ αἴσθησις,
οὐδὲ δόξα. Οὐ φαίνεται. Οὐδὲ ὀνομάζεται ἄρα οὐδὲ λέγεται, οὐδὲ δοξάζεται οὐδὲ
γιγνώσκεται, οὐδέ τι τῶν ὄντων αὐτοῦ αἰσθάνεται»10. Ἡ ἀποφατικὴ αὐτὴ θέση
βρίσκει τὴν ἔκφρασή της στὸν Νεοπλατωνισμὸ καὶ μάλιστα στὸν Πλωτῖνο καὶ Πρόκλο.
Ὁ Θεὸς στὴν Πλωτινικὴ φιλοσοφία εἶναι «τὸ πρῶτον ἐπέκεινα ὄντος», «ἐπέκεινα οὐσίας»,
«ἐπέκεινα αὐταρκείας», «ἐπέκεινα ἐνεργείας», «ζωῆς», «κινήσεως», «λόγου», «ἐπέκεινα
νοῦ καὶ νοήσεως», «ἐπέκεινα ἁπάντων», «διὸ καὶ ἄρρητος τῇ ἀληθείᾳ»11. Οἱ
Χριστιανοὶ υἱοθέτησαν τὴν ἀποφατικὴ ὁδὸ γνώσεως τοῦ Θεοῦ, ποὺ βρῆκε τὴν
τελειότερη ἔκφρασή της στὸν συγγραφέα τὸν κρυπτόμενο ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγ.
Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, ὁ ὁποῖος στὸ ἔργο του «Περὶ μυστικῆς Θεολογίας» ἔγραψε
ὅτι, γιὰ τὸν Θεὸ ἀπαιτεῖται ἡ ἐγκατάλειψη κάθε ὀνόματος καὶ λογικῆς κατηγορίας ἀπὸ
τὸν αἰσθητὸ κόσμο.
«Οὔτε
ψυχὴ ἐστιν ὁ Θεός, οὔτε νοῦς, οὔτε φαντασίαν ἢ δόξαν ἢ λόγον ἢ νόησιν ἔχει· οὐδὲ
λόγος ἐστίν, οὔτε νόησις· οὐδὲ λέγεται, οὔτε νοεῖται· οὔτε ἀριθμός ἐστιν, οὔτε
τάξις, οὔτε μέγεθος, οὔτε σμικρότης, οὔτε ἰσότης, οὔτε ἀνισότης, οὔτε ὁμοιότης,
οὔτε ἀνομοιότης, οὔτε ἕστηκεν, οὔτε κινεῖται, οὔτε ἡσυχίαν ἄγει, οὔτε ἔχει
δύναμιν, οὔτε δύναμίς ἐστιν, οὔτε φῶς, οὔτε ζῇ, οὔτε ζωή ἐστιν, οὐδὲ οὐσία ἐστίν,
οὔτε αἰών, οὔτε χρόνος, οὔτε ἐπιστήμη, οὔτε ἀλήθειά ἐστιν, οὐδὲ βασιλεία, οὔτε
σοφία, οὐδὲ Ἕν, οὐδὲ Θεότης ἢ ἀγαθότης, οὐδὲ πατρότης, οὐδὲ ἄλλο τι τῶν ἡμῖν ἢ ἄλλο
τινι τῶν ὄντων συνεγνωσμένων… ἐπεὶ καὶ ὑπὲρ πᾶσαν θέσιν ἐστὶν ἡ παντελὴς καὶ ἑνιαία
τῶν πάντων αἰτία καὶ ὑπὲρ πᾶσαν ἀφαίρεσιν ἡ ὑπεροχὴ τοῦ πάντων ἀπολελυμένου καὶ
ἐπέκεινα ὅλων»12.
Οἱ
Πατέρες χρησιμοποιοῦν τὴ φιλοσοφικὴ τεχνικὴ τῆς ἀποφάσεως ὄχι γιὰ νὰ μιμηθοῦν
τοὺς φιλοσόφους, ἀλλὰ γιὰ νὰ καταστήσουν νοητὴ τὴν οὐσιαστικὴ ὑπερβατικότητα τοῦ
ζῶντος Θεοῦ, στοιχεῖο ποὺ διαφοροποιεῖ τὸ χριστιανικὸ ἀπὸ τὸ φιλοσοφικὸ ἀποφατισμό.
Ἡ ἀποφατικὴ ὁδὸς εἶναι ἡ σοφὴ ἄγνοια τοῦ ὀρθὰ σκεπτομένου ἀνθρώπου, ποὺ ὁδηγεῖ
στὴν προσκύνηση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἀσύλληπτου, Ἀπερίγραπτου καὶ Ἀκατάληπτου,
ποὺ ὅμως αὐτοβούλως ἀποκαλύπτεται στὴν πεπερασμένη διάνοια καὶ τὶς αἰσθήσεις τοῦ
ἀνθρώπου καὶ γίνεται μεθεκτός. Ὁ Θεὸς ἔχει τὴν πρωτοβουλία. Ἐκεῖνος πρῶτος μᾶς ἀναζήτησε
καὶ ἔστειλε τὸν Υἱό του στὸν κόσμον «οὐχ ὅτι ἡμεῖς ἠγαπήσαμεν τὸν Θεόν, ἀλλ’ ὅτι
αὐτὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ ἀπέστειλε τὸν Υἱὸν αὐτοῦ…»13. Μόνο ὅταν γνωσθοῦμε ἀπὸ τὸν
Θεό, μπορεῖ νὰ τὸν γνωρίσουμε. Αὐτὴ ἡ θέση ἀποτελεῖ βασικὴ ἄποψη τῆς χριστιανικῆς
πίστεως ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος ὁμολογεῖ αὐτὴ τὴν ἀλήθεια
«γνόντες Θεόν, μᾶλλον δὲ γνωσθέντες ὑπὸ Θεοῦ»14. Αὐτὴ εἶναι ἡ νέα διάσταση ποὺ
εἰσάγει στὴν ἀνθρώπινη σκέψη ἡ ἀποκάλυψη. Ἡ ὑπερβατικὴ ἀλήθεια ἀποκαλύπτεται στὸν
ἄνθρωπο μὲ τὸ μοναδικὸ γεγονὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Τὸ δεύτερο
πρόσωπο τῆς Τριαδικῆς Θεότητος ἀποκαλύπτεται ὄχι μόνο ὡς δημιουργικὸς Λόγος στὴν
κτίση ἀλλὰ καὶ ὡς σαρκωμένος Λόγος στὸ ἱστορικὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἄγνωστος
καὶ ἀπρόσιτος στὴν οὐσία του Θεὸς γίνεται προσιτὸς καὶ μεθεκτὸς μὲ τὶς ἐνέργειές
του. «Ἡμεῖς δ’ ἐκ τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τὸν Θεὸν ἡμῶν, τῇ δὲ οὐσίᾳ αὐτοῦ
προσεγγίζειν οὐκ ὑπισχνούμεθα. Αἱ μὲν γὰρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρὸς ἡμᾶς
καταβαίνουσιν, ἡ δὲ οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος»15 λέγει χαρακτηριστικὰ ὁ Μ.
Βασίλειος.
Αὐτὴ ἡ
διάκριση οὐσίας καὶ ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ τονίζεται στὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία γιὰ νὰ
διατυπώσει τὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴ συμμετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴ δόξα τοῦ
Θεοῦ καὶ γεφυρώσει τὴν ὑπερβατικότητα καὶ ἐνδοκοσμικότητα τοῦ χριστιανικοῦ Θεοῦ.
Τὸ γεγονὸς ὅμως τῆς Θεογνωσίας εἶναι ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ χορηγοῦ τῶν
θείων ἐνεργειῶν στὴν ἱστορία τῆς Θείας οἰκονομίας. Μὲ τὴν ἐπέλευση τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, πραγματοποιεῖται ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου, μὲ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος συγκροτεῖται ἡ καινὴ κτίση, ἡ Ἐκκλησία, μὲ τὴν χορήγηση τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος λαμβάνει χώρα ἡ ἀνακαίνιση τῶν προσώπων στὴν μυστηριακὴ κοινωνία τοῦ
σώματος καὶ αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ γνώση
τοῦ Θεοῦ εἶναι καρπὸς μιᾶς ἔλλαμψης τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία
μεταμορφώνει τὴ διάνοιά του. Ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀπαιτεῖται ριζικὴ
μεταμόρφωση τῶν γνωστικῶν ἱκανοτήτων του. Δὲν ἀρκεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ βρεθεῖ μπροστὰ
στὴν ἀλήθεια γιὰ νὰ τὴν ἀποδεχτεῖ. Πολὺ συχνὰ σχηματίζεται ἕνα φράγμα ποὺ μᾶς ἐμποδίζει
νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ «κάλυμμα»16, ὅπως γράφει ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ πωρώνει τὰ νοήματα τῆς καρδιᾶς μας. Γι’ αὐτὸ
ἀπαιτεῖται μετάνοια. «…Ὁ Θεὸς τὰ νῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ
μετανοεῖν…»17, ἀλλὰ καὶ κάθαρση τοῦ ἑαυτοῦ μας, γιὰ νὰ ὁδηγηθοῦμε στὴ
θεογνωσία, ὅπως λέγει ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός: «Μέγα τὸ περὶ Θεοῦ λαλεῖν. Ἀλλὰ
μεῖζον τὸ ἑαυτὸν καθαίρειν Θεῷ, ἐπειδὴ εἰς κακότεχνον ψυχὴν σοφία οὐκ εἰσελεύσεται»18.
Ἡ γνώση
ὅμως τοῦ Θεοῦ ταυτίζεται μὲ τὴν ἐμπειρία τῆς ἕνωσης μὲ τὸν Θεό, γιατί
γνωρίζουμε αὐτὸ στὸ ὁποῖο μετέχουμε. Τὰ λόγια τοῦ Ἀπ. Παύλου «ἐπιγνώσομαι καθὼς
καὶ ἐπεγνώσθην»19 προσλαμβάνουν τὴν ἔννοια μιᾶς προσωπικῆς κοινωνίας μὲ τὸν
ζωντανὸ Θεό.
Ὁ Ἅγιος Συμεών, ὁ
Νέος Θεολόγος, ἀποκαλύπτει μὲ τὸν πιὸ ἐκφραστικὸ τρόπο αὐτὴ τὴν ἐμπειρία τῆς
συνάντησης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό: «…Ἔβλεπα συχνότερα φῶς, καὶ ἄλλες φορὲς ἐφαίνετο
μέσα μου, ὁπόταν ἡ ψυχή μου εἶχεν εἰρήνην καὶ γαλήνην, καὶ ἄλλες φορὲς πάλιν ἐφαίνετο
ἔξω μακρὰν ἢ καὶ ἐκρύπτετο τελείως· καὶ ὅταν ἐκρύπτετο, μοῦ ἐπροξενοῦσε θλίψιν ὑπέρμετρον
ὅτι ἐσυλλογιζόμουν, πὼς ἐξάπαντος δὲν θέλει φανῆ πλέον· ἐκεῖ ποὺ ἐθρηνοῦσα καὶ ἔκλαια
καὶ ἔδειχνα κάθε ξενητείαν καὶ ὑπακοὴν καὶ ταπείνωσιν, ἐφαίνετο πάλι ὡσὰν Ἥλιος, ποὺ διασκορπίζει τὸ πάχος τῆς νεφέλης
καὶ κατ’ ὀλίγον ὀλίγον δείχνεται γλυκύς, λαμπρότατος καὶ σφαιροειδής. Ἔτσι λοιπὸν
σὺ ὁ ἄφραστος, ὁ ἀόρατος, ὁ ἀναφής, ὁ ἀεικίνητος, ὁ πανταχοῦ πάντοτε καὶ ἐν πᾶσι
παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν… ἀπεδίωξες τὸ σκότος, ποὺ ἦτον εἰς ἐμέ, καὶ ἀφάνισες
τὸ σύγνεφον, … ἐξέφραξες τὴν ἀκοὴν τῆς διανοίας μου… καὶ ἐξώρισες ἀπὸ ἐμὲ τελείως
κάθε πάθος. Καὶ λοιπόν… ἐκαθάρισες… τὴν καθαρθεῖσαν ψυχήν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐρχόμενος
ἀοράτως –δὲν ἠξεύρω μὲ τί τρόπον ἢ ἀπὸ ποῦ– σὺ ὁ ὁποῖος εἶσαι πανταχοῦ παρών, εὑρίσκεσαι
ἔξαφνα καὶ δείχνεσαι ὡσὰν ἄλλος ἥλιος»20.
Ἡ
τεχνολογικὴ ἐποχή μας ζητεῖ μυστικῶς ὅ,τι ἐπιφανειακὰ φαίνεται νὰ ἔχει γίνει ἀδιάφορο.
Στὴν ἐποχὴ τοῦ διαστήματος, δημιουργεῖται μία ἀντίρροπος κίνηση, μιὰ προσπάθεια
ἀνίχνευσης τῆς ἐμπειρίας τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ. Εἶναι βέβαιο, ὅτι ἡ κρίση ποὺ
διέρχεται ἡ ἀνθρωπότητα συνδέεται ἄρρηκτα μὲ τὴ στάση μας στὸ θεμελιῶδες ἐρώτημα
τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, ποὺ εἶναι ὁ Θεός.
Πολλοὶ ἄνθρωποι
σήμερα ἰσχυρίζονται, ὅτι ἔχουν ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ κάθε θρησκευτικὴ πίστη. Ἀναρωτιέται
ὅμως κανεὶς μὲ πόση ὑπευθυνότητα ἀντιμετώπισαν ἕνα θέμα, ποὺ γέννησε τόσους στοχασμοὺς
καὶ ἀνησυχίες στὸν ἄνθρωπο. Φαίνεται ὅτι οἱ περισσότεροι χωρὶς κόπο καὶ ὀδύνη ἀκολουθοῦν
ἐπιπόλαια τὴν εὔκολη λύση τοῦ ἀγνωστικισμοῦ ἢ καὶ τῆς ἄρνησης, ποὺ ὅμως δὲν
προσφέρει μιὰ θετικὴ θεώρηση τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς, ἀλλὰ ὁδηγεῖ μὲ βεβαιότητα
στὸ παράλογο καὶ τὴν ἔλλειψη σκοποῦ.
Ἡ
πνευματικὴ αὐτὴ κρίση τῆς ἐποχῆς μας θέτει ἐπίκαιρα ἐρωτήματα στὶς χριστιανικὲς
συνειδήσεις. Εἶναι δυνατὸν νὰ κάνουμε ἕναν ἄθεο νὰ αἰσθανθεῖ τὴν παρουσία τοῦ
Θεοῦ; Πῶς θὰ τὸν βοηθήσουμε νὰ τὴν ἀνακαλύψει; Μήπως πολλὲς φορὲς ἐμεῖς οἱ
χριστιανοὶ εἴμαστε ἡ διάψευση αὐτῆς τῆς πίστης; Σὲ αὐτὰ τὰ ἀμείλικτα ἐρωτήματα
μόνο μὲ ὑπευθυνότητα καὶ αὐθεντικὰ βιώματα μποροῦν νὰ ἀπαντήσουν μέσα ἀπὸ τὴν
καθημερινὴ πραγματικότητα, ὅσοι εἶναι ἔνθεοι. Ἡ πρόσκληση τοῦ Ἀπ. Παύλου στὸ
συμπόσιο τῆς πίστεως, ποὺ σήμερα ἑορτάζουμε μὲ τὴν ἐπέτειο τῆς ἔλευσής του στὴν
Ἀθήνα, παραμένει σὲ κάθε ἐποχὴ πνευματικὴ διέξοδος ἀπὸ τὸ χάος τοῦ μηδενισμοῦ. Ἂς εὐχηθοῦμε ἡ
μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ νὰ εἶναι ἡ μόνιμη ἐλπίδα τῆς ἀνθρωπότητος στὴν
κρίσιμη φάση ποὺ διέρχεται, γιὰ νὰ δοξάζεται τὸ Πανάγιον ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ
τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.
*
* * * * * * * * * * * * * *
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Πράξ. 17, 27-29.
2. R. Descartes, Λόγος
περὶ μεθόδου 1637, κεφ. 4.
3. Leibniz, Περὶ
Θεοδικίας 1710.
4. I. Kant, Ἡ
θρησκεία μέσα στὰ ὅρια τῆς ἁπλῆς λογικῆς, 1793.
5.
M. Heideger, Holzwege, Frankfurt 1963, σελ. 239, 240.
6.
Ρωμ. 1, 19-20 «…Τὸ γνωστὸν τοῦ Θεοῦ φανερὸν ἐστιν ἐν αὐτοῖς… τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ
ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται…».
7.
Ἔκδ. Ὀρθ. Πίστ. 1. 1 Migne P.G. 94, 789.
8.
Ἔξ. 3,14.
9.
Πράξ. 17, 24.
10. Παρμενίδη ΧΙΙ, 142Α.
11. Ἐννεάδων ΙΙΙ8, ΙΙV4, 2, V3, 7. 17, IV3, 16 V 17, 35
V 19, 6 V 3, 14.
12. Περὶ Μυστικῆς Θεολογίας V Migne P.G. 3,
1045D-1048SAB.
13. Α΄ Ἰωάν. 4, 10.
14. Γαλ. 4, 9.
15. Ἐπιστολὴ 234 Migne P.G. 32,
569AΒ.
16. Β΄ Κορ. 3,13.
17. Πράξ. 17, 30.
18. Λόγος περὶ τῆς ἐν διαλέξεσιν εὐταξίας, 12 Migne P.G.
36,188C.
19. Α΄ Κορ. 13,12.
20. Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου. Τὰ Ἅπαντα, Θεσ/νίκη 1969, μετάφρ. Διονυσίου Ζαγοραίου, Λόγος 90, σελ. 515-516.
20. Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου. Τὰ Ἅπαντα, Θεσ/νίκη 1969, μετάφρ. Διονυσίου Ζαγοραίου, Λόγος 90, σελ. 515-516.