ΧΕΙΡΟΤΟΝΗΤΗΡΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
Ἐκφωνηθεὶς
κατὰ τὴν εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονία
τοῦ Θεοφ. Ἐπισκόπου Ναζιανζοῦ Θεοδωρήτου
στὸν Πατριαρχικὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου,
στὴν Κωνσταντινούπολη, τὴν 18-3-2000
τοῦ Θεοφ. Ἐπισκόπου Ναζιανζοῦ Θεοδωρήτου
στὸν Πατριαρχικὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου,
στὴν Κωνσταντινούπολη, τὴν 18-3-2000
Δοξολογίαν καὶ αἶνον
πρὸς τὸν Πανοικτίρμονα Κύριον ἀναπέμπω, δι’ ὅσα ἡ Πρόνοια καὶ ἀγάπη του ἐπεφύλαξεν
εἰς τὴν ταπεινότητά μου.
Κυριολεκτικῶς
δονοῦμαι ἀπὸ ἱερὰν συγκίνησιν καὶ δέος, ὅταν ἀναλογίζομαι τὸν μυστικὸ τρόπο
δράσεως τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος κατευθύνει τὴν προσωπικὴ ζωὴ καὶ διακονία ὅλων
μας.
Ἰδιαιτέραν χαρὰν
καὶ τιμὴν αἰσθάνομαι ἐπανερχόμενος εἰς τὰς τάξεις τοῦ Ἱεροῦ κλήρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Θρόνου, τοῦ ἱστορικοῦ καὶ νευραλγικοῦ αὐτοῦ χώρου τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς
Πρωτόθρονης Ἐκκλησίας καὶ ὄντως φιλοστόργου μητρός, ὅπου ἀπὸ τὸ Ἱερὸν Φανάριον
καταυγάζει τὴν Οἰκουμένη καὶ μεταφέρει τὸ ἀνέσπερον φῶς τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν
πίστεως.
Ἐπιτρέψατέ μοι
κατὰ τὴν ἱερὰν αὐτὴν στιγμὴν νὰ ἐκφράσω τὴν υἱκὴν ἀγάπην, τὴν ἀφοσίωσιν καὶ τὸν
θαυμασμόν μου πρὸς Ὑμᾶς, Παναγιώτατε, τὸν συνεκτικὸν κρίκον τῶν κατὰ τόπους Ἁγίων
Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, τὸν ἐν ἁγιότητι καὶ παιδείᾳ κεκοσμημένον, ἀλλὰ καὶ
διακρίσει, συνέσει καὶ πείρᾳ δεξιὸν οἰακοστρόφον, τὸν πνευματικὸν πατέρα τῶν ἀνὰ
τὴν οἰκουμένην Ὀρθοδόξων, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὴν περὶ Ὑμᾶς Ἁγίαν καὶ Ἱερὰν Σύνοδον, ἡ
ὁποία ψήφοις κανονικαῖς μὲ ἐξέλεξεν Ἐπίσκοπον τῆς πάλαι ποτὲ διαλαμψάσης Ἐπισκοπῆς
Ναζιανζοῦ καὶ Βοηθὸν τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Θυατείρων καὶ Μεγάλης
Βρετανίας κ. Γρηγορίου, τοῦ καὶ τελεταρχοῦντος.
Μὲ συγκίνησιν ἤκουσα
τὸ ὄνομα τῆς Ἐπισκοπῆς Ναζιανζοῦ τῆς ἀσήμου πολίχνης τῆς Καππαδοκίας, τὴν ὁποίαν
κατέστησεν μὲ τὴν γέννησίν του περιώνυμον ὁ Μέγας Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας καὶ
προκάτοχος Ὑμῶν, Παναγιώτατε, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ καλούμενος Ναζιανζηνός.
Πρὸ τοῦ Γρηγορίου ἀναφέρεται Ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ ὁ πατὴρ αὐτοῦ Γρηγόριος.
Μεταγενεστέρως δὲ πολλοὶ Ἐπίσκοποι Ναζιανζοῦ διεκρίθησαν συμμετασχόντες εἰς Οἰκουμενικὰς
Συνόδους, ὅπως ὁ Θεοδόσιος εἰς τὴν Δ΄, ὁ Θεόδωρος εἰς τὴν Ϛ΄ καὶ ὁ Μιχαὴλ εἰς τὴν
Πενθέκτην.
Δὲν θὰ μποροῦσα νὰ
προβλέψω πρὶν ἀπὸ εἴκοσι ὀκτὼ χρόνια, ὅταν ἤρχισα τὴν διακονίαν μου εἰς τὴν Ἱερὰν
Ἀρχιεπισκοπὴν Θυατείρων καὶ Μεγάλης Βρετανίας, ὑπὸ τὴν πεπνυμένην καθοδήγησιν
τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου κυροῦ Ἀθηναγόρου Β΄, ὅτι ἡ θεία πρόνοια μετὰ ἀπὸ εἴκοσι
ἕνα ἔτη θὰ ὁδηγοῦσε καὶ πάλι τὰ βήματά μου εἰς τὴν πνευματικήν μου τροφόν, τὴν
πρώτην ἐπαρχίαν τοῦ Θρόνου ἐν Εὐρώπῃ καὶ μάλιστα νὰ διακονήσω τὸν περιώνυμον
Καθεδρικὸν Ναὸν τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας ἐν Λονδίνῳ, ὁ ὁποῖος θὰ εἶναι ἀπὸ σήμερα τὸ
πνευματικό μου ὁρμητήριον.
Καλοῦμαι ἐν ὄψει
τῆς τρίτης μ.Χ. χιλιετίας, ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὴν λαμπρὰν ἱστορικὴν καὶ θεολογικὴν
διαδρομὴν τοῦ ἁγιοστόλιστου Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, μὲ τὰς ἐξεχούσας ἐκκλησιαστικὰς
μορφὰς ἁγίων ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκλέϊσαν τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καὶ διέγραψαν
τὴν πορεία τοῦ μέλλοντος, νὰ διακονήσω ἀπὸ τὴν ἔπαλξιν αὐτὴν τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ
πίστιν καὶ ἀφοσίωσιν τὸν λαὸν τοῦ Κυρίου. Ἰδιαιτέρως μάλιστα εἰς ἕνα κόσμον ἀπηλπισμένον
καὶ δοκιμαζόμενον δεινῶς, ἡ παρέμβασις τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὸν αὐθεντικὸν εὐαγγελικὸν
καὶ πατερικὸν λόγον ἔχει τὸ ἱστορικὸ χρέος νὰ συμπαρασταθῇ εἰς τὸν παραπαίοντα
Χριστιανισμὸν τῆς Δύσεως.
Γνωρίζομεν ὅλοι τὴν
ἀγωνία καὶ τὴν προσευχὴν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἀναδεικνύῃ ὁ Κύριος
πατέρας καὶ ποιμένας ἀξίους, οἱ ὁποῖοι θὰ ἐμπνέωνται καὶ θὰ μιμοῦνται τὴν ἐσταυρωμένην
ἀγάπην τοῦ Ἀρχιποίμενος Χριστοῦ.
Καλούμενος νὰ
διακονήσω τὴν Ἐκκλησίαν ὡς Ἐπίσκοπος καὶ διάδοχος τῶν Ἀποστόλων, γνωρίζω τὴν
μεγάλην εὐθύνη ποὺ ἀναλαμβάνω, γεγονὸς ποὺ πληροῖ τὴν καρδίαν μου χαρᾶς καὶ τιμῆς,
ἀλλὰ καὶ ἱεροῦ χρέους νὰ ἀνταποκριθῶ, χάριτι Θεοῦ, εἰς τὰς προσδοκίας τῆς μητρὸς
Ἐκκλησίας.
Εἰς τὴν παράδοσιν
τῆς Ἐκκλησίας μας ὁ Ἐπίσκοπος, ὡς θεσμὸς καὶ χάρισμα, εἶναι τὸ σημεῖο ἀναφορᾶς,
ὁ κανὼν τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἡ καρδιὰ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας.
Ὁ Ἀρχιερεὺς ὡς
ποιμὴν καὶ κατ’ ἐξοχὴν πατὴρ εἶναι ὁ πιστὸς τηρητὴς καὶ φύλαξ τῆς ἱερᾶς
παρακαταθήκης. Δι’ αὐτὸ καλεῖται ὁ προχειριζόμενος εἰς τὴν Ἀρχιερωσύνην νὰ ὁμολογήσῃ
τὸ σύμβολον τῆς πίστεως καὶ νὰ συνομολογήσῃ πίστιν εἰς τὰς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων καὶ τοὺς ἱεροὺς κανόνας τῆς Ἐκκλησίας μας.
Εἶναι ἐνδεικτικόν,
ὅτι τὸ χάρισμα τῆς ἀρχιερωσύνης παραδίδεται ὡς ἀποστολικὴ παρακαταθήκη εἰς τὴν
εὐχαριστιακὴν σύναξιν, διότι εἶναι διακονία κατ’ ἐξοχὴν λειτουργικὴ καὶ
μυστηριακή. Ἡ Ἐκκλησία διακονεῖ τὸν κόσμον καὶ τὸν ἄνθρωπον κυρίως μὲ
τὴν προσευχὴν δηλ. μὲ τὴν λειτουργία της. Ὁ Ἀρχιερεὺς εἰς τὴν λατρευτικὴν ζωήν,
μὲ κέντρο τὴν Θείαν Εὐχαριστίαν, συμπορεύεται μὲ τὸ ποίμνιόν του εἰς τὴν
μεγάλην συνάντησιν μὲ τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος ἔρχεται νὰ μᾶς σώσῃ καὶ νὰ μᾶς κάνῃ
κοινωνοὺς θείας φύσεως.
Ἡ ἀρχιερατικὴ
διακονία ἀπευθύνεται σὲ προσωπικὲς ὑπάρξεις, εἰκόνες Θεοῦ, καὶ ἐπιδιώκει νὰ εἶναι
λόγος χριστομίμητος καὶ φανερώσεως τῶν μυστηρίων τῆς ἀληθείας.
Πολλοὶ
θεωροῦν ὅτι ἡ ἀρχιερωσύνη συνδέεται μὲ τὴν αὐθεντία καὶ τὴν ἐξουσία καὶ λησμονοῦν,
ὅτι ὁ μέγας Ἀρχιερεὺς Χριστὸς μᾶς καλεῖ εἰς τὴν ἀποδοχὴν τῆς θυσίας καὶ τοῦ
μαρτυρίου, ὡς μέτρου καὶ τρόπου τῆς ἐπισκοπικῆς ζωῆς. Μὲ μιὰ φράση, ἡ ἐπισκοπικὴ
διακονία εἶναι ἡ τέχνη νὰ συνυποφέρῃς καὶ νὰ συσταυρώνεσαι μὲ τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ
Κυρίου.
Οἱ
σκέψεις αὐτὲς κυριαρχοῦν εἰς τὴν ψυχήν μου ἀπὸ τὴν ὥρα τῆς ἐκλογῆς μου, καθὼς
καλοῦμαι νὰ ἀναζωπυρώσω μὲ τὴν φλόγα τῆς Πεντηκοστῆς τὸ χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης,
τὸ ὁποῖο μοῦ ἐμπιστεύθηκε ἡ Ἐκκλησία πρὸ εἴκοσι ὀκτὼ περίπου χρόνων.
Ἀναγνωρίζω
τὴν ἀδυναμία καὶ ἀνεπάρκειά μου. Ἱκετεύω τὸν πανοικτίρμονα Θεὸν νὰ γίνῃ ἵλεως
καὶ νὰ καταπέμψῃ τὸν Παράκλητον καὶ εἰς τὴν ἐλαχιστότητά μου, διὰ νὰ μὲ
καταστήσῃ ἄξιον τῆς Ἀρχιερωσύνης.
Ἐπικαλοῦμαι
τὰς πρεσβείας τῆς Κυρίας Θεοτόκου, τῆς ἐλπίδος καὶ καταφυγῆς μου, τῶν ἁγίων ἐνδόξων
Ἀποστόλων καὶ μαρτύρων, τῶν ὁσίων καὶ θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν, ἐξαιρέτως δὲ τῆς ἁγίας
ὁσιοπαρθενομάρτυρος Παρασκευῆς, ὑπὸ τὴν σκέπην τῆς ὁποίας ὑπηρέτησα τὰ τελευταῖα
εἴκοσι ἕνα χρόνια τῆς διακονίας μου.
Ἐπιθυμῶ
νὰ ἐκφράσω ἐκ βάθους καρδίας τὰς θερμὰς εὐχαριστίας καὶ τὰ σεβάσματά μου πρὸς τὴν
ἐκλεκτὴν χορείαν τῶν Σεβ. Μητροπολιτῶν τῶν συγκροτούντων τὴν Ἁγίαν καὶ Ἱερὰν
Σύνοδον, οἱ ὁποῖοι μὲ ἐτίμησαν διὰ τῆς τιμίας ψήφου των. Ἰδιαιτέρως δὲ τὸν Σεβ.
Γέροντα Μητροπολίτην Χαλκηδόνος κ. Ἰωακείμ, διὰ τὴν πολλὴν πατρικήν του ἀγάπην
καὶ στοργήν.
Εὐχαριστῶ
εὐγνωμόνως, τὸν Σεβ. Ἀρχιεπίσκοπον Θυατείρων καὶ Μεγάλης Βρετανίας κ.
Γρηγόριον, ὅστις μὲ προέκρινε καὶ μὲ κατέταξεν μεταξὺ τῶν στενῶν συνεργατῶν
του.
Εὐχαριστῶ τὸν
Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλον διὰ τὴν ἀγάπην
καὶ ἐμπιστοσύνην μὲ τὴν ὁποίαν μὲ περιέβαλεν καὶ τὸν ἐκπροσωποῦντα αὐτὸν Αἰδεσ.
Πρωτοπρεσβύτερον π. Θωμᾶν Συνοδινόν, Πρωτοσύγκελλον τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν.
Τοὺς Σεβ.
Μητροπολίτας Λαοδικείας κ. Ἰάκωβον καὶ Σεβαστείας κ. Δημήτριον εὐχαριστῶ διὰ τὴν
ἐπὶ ἔτη εἰλικρινῆ φιλία τους καὶ νῦν συλλειτουργοὺς κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς
προσωπικῆς μου Πεντηκοστῆς.
Ἐκφράζω τὰς θερμὰς
εὐχαριστίας μου πρὸς τοὺς ἀγαπητοὺς ἀδελφοὺς καὶ πατέρας πρεσβυτέρους καὶ
διακόνους, ἰδιαιτέρως δὲ τοὺς διακονοῦντας εἰς τὰς ἐπάλξεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Θρόνου «τοὺς ἐλευθέρους πολιορκημένους» τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐξαιρέτως δὲ τὸ πλήρωμα
τῆς ἐνορίας μου, τὸν Δήμαρχον καὶ τὸ Δημοτικὸν Συμβούλιον τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς,
διὰ τὴν ἐπὶ εἴκοσι ἕνα συναπτὰ ἔτη ἀγάπη καὶ συνεργασία τους. Θὰ προσεύχομαι
πάντοτε μὲ θέρμη γιὰ ὅλους.
Τὴν σκέψη μου
στρέφω τώρα πρὸς ἕνα ἄλλο πολὺ ἀγαπητό μου χῶρο, τὸ Κολλέγιον Ἀθηνῶν, εἰς τὸ ὁποῖον
ἐργάσθηκα μὲ ἰδιαιτέραν στοργὴν διὰ τὴν νεολαίαν μας. Εὐχαριστῶ τοὺς συναδέλφους
καὶ ἰδιαιτέρως τὸν Συνδιευθυντὴν καὶ τὴν Λυκειάρχην, οἱ ὁποῖοι μὲ τιμοῦν μὲ τὴν
παρουσία τους. Μεγάλην ἐκτίμησι καὶ ἀγάπη ἐκφράζω πρὸς τὸν Πρόεδρο καὶ τὰ μέλη
τοῦ ἀδελφάτου τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας Λονδίνου καὶ εὔχομαι νὰ ἀνταποκριθῶ
εἰς τὰς προσδοκίας των.
Διαδηλώνω τὴν ἰδιαιτέραν
ἀγάπην καὶ στοργὴν πρὸς τὸν φύλακα ἄγγελό μου, τὴν μητέρα μου, ἡ ὁποία βαθύτατα
συγκινημένη ἐπιστρέφει εἰς τοὺς πατρογονικοὺς αὐτοὺς χώρους, ὅπου ἔλαβε τὸ
μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδα Πέραν.
Μιμνήσκομαι τοῦ ἀειμνήστου
πατρός μου Ἰωάννου, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται
εἰς τὴν θριαμβεύουσα Ἐκκλησίαν καὶ ἀγάλλεται σήμερον ἡ ψυχή του. Εὐχαριστῶ
τοὺς κατὰ σάρκα συγγενεῖς, τὴν ἀδελφήν μου, τὸ γαμβρό μου καὶ τοὺς ἀνεψιούς
μου.
Περαίνων, διὰ
μίαν εἰσέτι φοράν, ἐπιθυμῶ νὰ ἐκφράσω τὴν ἀπέραντον υἱκὴν ἀγάπην καὶ ἀφοσίωσίν
μου πρὸς Ὑμᾶς, Παναγιώτατε Δέσποτα. Ἡ ἀκτινοβόλος προσωπικότητά Σας
θὰ ἀποτελῇ δι’ ἐμὲ φωτεινὸν φάρον διὰ τὴν ἀρχιερατικὴν διακονίαν. Εὐχηθῆτε,
Παναγιώτατε νὰ φανῶ ἀντάξιος τῶν προσδοκιῶν τῆς μητρὸς Ἐκκλησίας.
«Τὸ ἔλεός
σου Κύριε καταδιώξει με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου».
Καὶ νῦν,
Δέσποτα ἅγιε, κέλευσον τὸν νῦν προσερχόμενόν Σοι.